- βοηθοῦμαι
- βοηθέωpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλληλοβοηθιέμαι — και βοηθούμαι βοηθιέμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν βοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + βοηθώ ( ιέμαι, ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοβοηθητικός] … Dictionary of Greek
βοηθιέμαι — βοηθιέμαι, βοηθήθηκα, βοηθημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: βοηθιέμαι : από το λόγιο τύπο βοηθούμαι έχει επιβιώσει στο σύγχρονο λόγο η μτχ. ενεστώτα βοηθούμενος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής